- γεράνειον
- γεράν-ειον [ᾰ], τό, a kind ofA truffle, Eust.1017.19; = ὕδνον, Thphr. HP1.6.9, ap.Ath.2.62a (om.codd. Thphr.); but dist. from ὕ. ib. 1.6.5, ap.Ath.2.61f.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
γεράνειον — γεράνειον, το (AM) [γέρανος] είδος βολβού ή μύκητα … Dictionary of Greek